Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ





ΤΟ ΚΟΥΦΕΤΟ


Η Σουλτάνα απο τα νεανικά της χρόνια είχε πολλά χαρίσματα, καφετζού, χαρτορίχτρα, ξεματιάστρα, προξενίτρα, γιάτρισσα. Τίποτα δεν ξέφευγε της προσοχής της και οι συνταγές της αλάνθαστες. Το χωριό της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και η φήμη της είχε φτάσει και στα άλλα χωριά. Πολλές κοπελιές και κυράδες ερχόνταν με το κουπάκι του καφέ παραμάσχαλα για να μάθουν την μοίρα τους, να την παρακαλέσουν για κανένα προξενιό για τις ίδιες ή για τα παιδιά τους. Η Σουλτάνα δεν χαλούσε ποτέ χατήρι σε κανέναν. Της άρεσε να βοηθάει όποιον είχε την ανάγκη της.

Είχε μεγαλώσει με την γιαγιά της την πολίτισσα που είχε και το όνομά της. Οι γονείς της την άφησαν στα χέρια της γιαγιάς πολύ μικρή κι έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία. Κάθε καλοκαίρι τους έβλεπε μοναχά η μικρή Σουλτάνα. Τους λαχταρούσε, της έλειπαν, μα η μεγάλη της αδυναμία ήταν η γιαγιά της. Όταν ξεπετάχτηκε και οι γονείς της αποφάσισαν να την πάρουν κοντά τους, εκείνη αρρώστησε, μαράζωσε και έτσι αναγκάστηκαν να την στήλουν πάλι πίσω κοντά στην αγαπημένη της γιαγιά.
Δύσκολα χρόνια , η γιαγιά, χήρα απο πολύ νέα , είχε μάθει να επιβιώνει κάνοντας διάφορες δουλειές. Γύριζε με ένα παλιό ποδήλατο κι έκανε ένέσεις στους συγχωριανούς της όποτε χρειαζόταν, έλεγε το φλυτζάνι στις λεύτερες, στις παντρεμένες, στις ερωτευμένες, ξεμάτιαζε με τα μοσχοκάρφια «φτού, φτου, φτου, αχ! Καλέ να σκάσει πήγαινε απο το μάτι...» έλεγε και χασμουριώτανε ανοίγοντας το στόμα της διάπλατα και σταυρώνοντας τον «καρφωμένο» απο το μάτι. Επίσης, έφτιαχνε ματζούνια για όλες τις παθήσεις, ακόμα και τη μαμμή έκανε αμα ήταν ανάγκη και δεν βρισκόταν ο γιατρός.

Η Σουλτάνα είχε μάθει όλα αυτά τα “θεία χαρίσματα “ της γιαγιάς της και όταν μεγάλωσε την αντικατέστησε όταν εκείνη ανύμπορη απεσύρθει. Είχε βλέπεις το “κληρονομικό χάρισμα’’ Μια χαρά τα πήγαινε η Σουλτάνα. Γνώρισε και τον Αλεκάκη, υδραυλικός ήταν, την ερωτεύτηκε της άρεσε κι εκείνης, νοστιμούλης ήταν, και βέβαια τον τάισε και μερικά ματζούνια για να μην του φύγει ο έρωτας.
« Αλεκάκη αυτό το ‘φτιαξα για σένα με τα χεράκια μου, δεν μπορείς να μου το αρνηθείς. Φάτο.Τώρα, εδώ μπροστά μου αν μ’ αγαπάς» Κι ο Αλεκάκης που ο άμοιρος την αγαπούσε τα κατέβαζε όλα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μέχρι το γάμο κόντευε να τον σκάσει τον χριστιανό.Άσε τις στομαχικές και εντερικές διαταραχές που είχε πάθει απο τα ματζούνια της. Τον παντρεύτηκε και έφυγαν απο το χωριό. Πήγαν στην μεγαλούπολη για καλύτερα.
Εκει η Σουλτάνα που ήταν και δραστήρια και καπάτσα, έφτιαξε την δική της πελατεία.. Έλεγε το φλυτζάνι, τα χαρτιά, και πληρωνόταν καλά. Το επάγγελμα ήταν προσοδοφόρο. Είχε και την τύχη με το μέρος της , ήξερε να τους ψαρεύει και ότι τους έλεγε έβγαινε. Πρώτη φίρμα η Σουλτάνα. Ο Αλεκάκης στην αρχή αντέδρασε δεν του άρεσε να τον λένε «ο άντρας της καφετζούς». Όμως η Σουλτάνα τον έβαλε στην γωνιά του.
« Την δουλειά σου εσύ. Αν περιμενουμε απο τις ψωροδεκάρες σου να ζήσουμε, μαύρο φίδι που θα μας φάει.» του είπε.
Έκανε το κουμάντο της και σιγά σιγά αγόρασε ένα σπιτάκι και το κυριότερο μπόρεσε να σπουδάσει και τις δυό της κόρες. Τις γιατρικές της συμβουλές όμως τις έδεινε δωρεάν. Ήθελε, όπως έλεγε να κάνει το καλό για να συγχωρεθούν “τα αποθαμένα” της γιαγιάς της.
Δύο ήταν τα δυνατά γιατρικά της κυρίας Σουλτάνας. Το ιώδιο και το κουφέτο. Ναι! Ναι! Το κουφέτο του γάμου παρακαλώ!
Το ιώδιο ήταν για κάθε είδους πάθηση. Το συνιστούσε παντού και πάντοτε.
Άν είχες πόνο στην πλάτη; Κάθετες και οριζόντιες γραμμές με ιώδιο. Κάτι σαν σκάκι να πούμε και μέχρι το πρωί γινόσουν περδίκι.
Τσίμπημα κουνουπιού; Αμέσως ιώδιο.
Κάποιο ανεπιθύμητο σπυράκι.Το ιώδιο θα το εξαφάνιζε. Γρατσουνιά, κόψιμο, ψύξη; Ακόμα και για τον πονοκέφαλο, ιώδιο ήταν η πρότασή της. Και επέμενε τόσο πολύ «βάλε ιώδιο, βάλε ιώδιο» που για να την ξεφορτωθείς γινόσουν κίτρινος σαν κινέζος. Και καλά το ιώδιο, είναι και φαρμακευτικό προϊόν. Το κουφέτο;
Το κουφέτο ήταν κατά της δυσκοιλιότητας. Ένα κουφετάκι υπόθετο και σε λίγα λεπτά επίσκεψη εκεί που και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του.
- Ξέρεις πόσο κόσμο έχω σώσει εγώ; Έλεγε με περηφάνια η κυρία Σουλτάνα. Στο νοσοκομείο όταν ήμουνα έξι ασθενείς μου φιλούσαν το χέρι που τους έσωσα . Και για του λόγου το αληθές, όποιος το δοκίμαζε της έλεγε:
-Να ‘σαι καλά κυρα Σουλτάνα μου μ’ έσωσες. Θαυματουργό το κουφέτο!
Κάποτε η κόρη της όταν ήταν έγκυος και την βασάνιζε μια μικρή δυσκοιλιότητα , ο γιατρός της πρότεινε να πάρει ένα ελαφρό υπακτικό, εκείνη που είχε συνιθισει στα γιατρικά της μάνας της, του είπε αφελέστατα:
- Μπορώ γιατρέ μου να χρησιμοποιώ κουφέτο;
- Τι το κάνεις το κουφέτο; Ρώτησε απορημένος ο γιατρός. Το τρως;
- Όχι, το χρησιμοποιώ σαν υπόθετο.
- Μαζί με το αμύγδαλο;
- Ε! Ναι μαζί.
Τα γούρλωσε ο χριστιανός.
- Ήμαρτον Κύριε! Είδες τι μαθαίνει κανείς μεγαλώνοντας. Είπε , κάνοντας το σταυρό του, χωρίς να χαθεί από τα μάτια του η έκπληξη που σίγουρα θα την έχει ακόμη.
Μαμά και κόρη , είχαν βρει το γιατρικό τους. Το κουφέτο!!!
Μια εποχή, αρρώστησε η κυρία Σουλτάνα . Κάτι η κατάκλιση, κάτι το λίγο φαγητό, η λειτουργίες, του εντέρου της ανεστάλησαν.
- Κουφέτο, λέει στην κόρη της αυτό θα με ανακουφίσει.
Πρόθυμη εκείνη προσεφέρθει για την τοποθέτηση. Έβαλε το γάντι μιας χρήσης, λίγη βαζελίνη για να μην την πονέσει, ελαφρά κλίση της κυρίας Σουλτάνας στο πλάι και…
- Όχι! Όχι! Όχι! Άρχισε να κραυγάζει η μάνα.
- Νάτο! Νάτο! Μπήκε. Φώναξε η κόρη σπρώχνοντας το κουφέτο.
- Λάθος, παιδάκι μου! Είπε χαλαρώνοντας, κλαψιάρικα η κυρία Σουλτάνα.
Η κόρη της είχε κάνει ένα μικρό λαθάκι, λόγω μη καλής ορατότητας είχε κινηθεί σε λάθος περιοχή.
Περιττό να σας πω, ότι από τα γέλια, μιας και ήμουν παρούσα, βρέξαμε μέχρι και τα παπούτσια μας.
Όταν συνήλθαμε και το λάθος αποκαταστάθηκε, σας πληροφορώ ότι το κουφέτο έκανε το θαύμα του. Και η κυρία Σουλτάνα ηρέμησε, βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Τέλος καλό, όλα καλά…!!!

Η Σουλτάνα πέθανε σε βαθιά γεράματα όμως στην μικρή της πόλη δεν θα την ξεχάσει κανείς . Ήταν η γλυκειά, καλόκαρδη, γραφική φιγούρα, που κέρδιζε την αγάπη και την εμπιστοσύνη σου με την πρώτη ματιά.


ΤΕΛΟΣ

Κυριακή 17 Αυγούστου 2008



Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

Ψάχνοντας στην αποθήκη βρήκα μια πολυθρόνα
Ξύλινη, παλιά, αντίκα, εκατό και πλέον χρόνια.
Άρχισαν μες το μυαλό μου, εικόνες να ‘ρχονται πολλές
Να! Την βλέπω στο σαλόνι, δίπλα ένας ναργιλές
Ο προπάππος τον φουμάρει με παντούφλες και σκουφάκι
Ήταν τότε, εκεί στην Πόλη των γερόντων το μεράκι

Πάνω κει αναπολώντας μιας και έφτασε στη δύση
Κάθε του παλιά στιγμή προσπαθεί να ξαναζήσει.

Μα, έσβησε μια κρύα νύχτα μέσα στο βαρύ χειμώνα
Και για ενθύμιο κρατήσαν τα παιδιά την πολυθρόνα

Βρήκε τώρα μια άλλη θέση στου παππού μου το σαλόνι
Για να κάθεται η γιαγιά, μπρος το τζάκι όταν κρυώνει

Και θαρρώ πως τήνε βλέπω, πλέκει εκεί με τις βελόνες,
Φτιάχνει προίκα, όπως λέει, στις μικρές της τις εγγόνες


Όμως ήρθε μια μέρα, ύστερα από κάποια χρόνια
Κι όταν έφυγ’ η γιαγιά πάει και η πολυθρόνα
Μπήκε μες την αποθήκη μ’ άλλα πράγματα παλιά
Και ξεχάστηκε η καημένη, βλέπεις δεν είχε μιλιά
Την ξεθάψαμε προσφάτως μες απ’ το «σκουπιδαριό»
Της ανοίξαμε μια τρύπα, και της βάλαμε γιο-γιο
Κι έτσι πήρε πάλι θέση όχι πια περιωπήςΜα για όποιον έχει χρεία πλέον, πέριξ της οπής


ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟ ΚΑΠΕΛΑΚΙ
Της γιαγιάς το καπελάκι
Μ’ ένα βέλο και φτερό
Βρέθηκε σ’ ένα συρτάρι
Ξεχασμένο απ τον καιρό.

Το ξεσκόνισα και ήταν
ολοκαίνουργιο στην πένα
λες τα χρόνια που περάσαν
δεν το άγγιξε κανένα.

Απαραίτητο στολίδι
Ήτανε στο ντύσιμό της
Με το γάντι, το γοβάκι
Και το γούνινο παλτό της

Πήγαινε την εκκλησία
Κάθε Κυριακή και σχόλη
Και καμάρωνε πολύ
Όταν την θαυμάζαν όλοι.

Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια,
‘άθικτο το καπελάκι
Μα με λύπη μου το λέω
Τη γιαγιάς μου δεν υπάρχει
Ούτε ένα κοκαλάκι

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008


Β ήματα κάποιο πρωινό με έφεραν
Α πεναντί σου
Σ ήμερα νιώθω πως της μοίρας
Ι σως ήτανε γραφτό
Λ ίγη πείρα ν’ αποκτήσω απ’ τη δική σου
Ι σως ακόμα κι ο θεός να πήρε θέση
Κ αι μ’ αμοιβαία αισθήματα
Η άδολη αγάπη να μας δέσει.

Π ορεύτικες με δύναμη και θάρρος
Α νάθρεψες παιδί κι εγγόνια με αγάπη
Ν ίκησες πετώντας από μέσα σου το βάρος
Ο ρθωσες το ανάστημα στου πνεύματος το βάθρο
Υ ψωσες τα ιδανικά που ‘κρυβε η ψυχή σου
Σ το δύσκολο αγώνα σου η ελπίδα σύντροφός σου
Ο ρόσημο στη σκέψη σου και
Υ πέρτατο αγαθό σου






Ντόρα Μανατάκη
9/3/2003

ΕΓΩ....



ΕΓΩ


Εξεπέρασα τα άντα
Και με βήμα σταθερό
τα κεράκια μου θα σβήσω
προς τα ήντα προχωρώ

αχ! Καρδούλα μου σε νιώθω
είκοσι χρονών χτυπάς
μα η μέση μου φωνάζει
πενηντάρα μην ξεχνάς

έρχεται το ένα χέρι
έχω λέει αρθριτικά
«πάψε» εγώ του απαντάω
σκέψου λίγο θετικά

έρχεται μετά το πόδι
ωχ! Στο καθ’ ένα σκαλί
ρυτιδούλες στον καθρέφτη
ως κι αυτός με προκαλει

Τις παλιές φωτογραφίες
Βλέπω, «πω πω διαφορά»
Και του χρόνου εντοπίζω
Τη μεγάλη τη φθορά

Μα καμάρι μου κι ελπίδα
Τα βλαστάρια μου τα δυό
Σαν τα βλέπω να ανθίζουν
Και την κόρη και το γιο

Και γεμίζω ευτυχία
Και πετάω από χαρά
Που τους έβαλα στους ώμους
Δυνατά γερά φτερά.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΕ ΓΕΛΙΟ ΠΟΤΕ ΔΑΚΡΥ ΓΙΑΥΤΟ....

ΛΙΓΟ ΓΕΛΙΟ… ΛΙΓΟ ΔΑΚΡΥ…

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ κΤΖΑΝΗ (ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ)


Χειμώνας 2002 ,εποχή ΒΑR και BIG BROTHER
Στα παράθυρα των τηλεοπτικών καναλιών καθημερινά
Συζητήσεις επί συζητήσεων βασικά χωρίς ουσία και αποτέλεσμα
Η γραφική παρουσία ,της ωρυόμενης καθημερινά κ. ΤΖΑΝΗ
Καθηγ.Πανεπιστημίου με ενέπνευσε να γράψω αυτό το ποίημα
Της το αφιερώνω


Καθ’ εμπειρία στη ζωή
Καλή είναι να την έχεις
Κι όταν ανέβεις τα σκαλιά
Στη θύμηση να τρέχεις

Να ξεπηδούν από το νου
Παιχνίδια όνειρα τρέλες
Που έζησες στα νιάτα σου
Με νιους και με κοπέλες

Σεμνοτυφίες πέταξε
Μη θάβεις γεγονότα
Που χάρισαν στη ζήση σου
Ευτυχισμένη νότα

Καμάρωνε ότι εσύ πια
Δεν μπορείς να κάνεις
Κι όχι να το κατηγορείς
Να θες να το ξεκάνεις

Μην ρίχνεις πίκρα στη χαρά
Στην αισιοδοξία
Αυτήν που’ χουν τα νιάτα μας
Λες και δεν έχει αξία

Και μην τους κόβεις τα φτερά
Που ανοίγουν να πετάξουν
Τις ευκαιρίες που θα βρουν
Άφησε να αρπάξουν

Τον ίδιο δρόμο βάδισες
Κι ακόμα τον βαδίζεις
Μόνο κουλτούρα άλλαξες
Κι αλλιώς τα ονοματίζεις

ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ


ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ


Τι τραγικό!
Κάμποσοι φαταούλες
Με μερσεντές, με κότερα και βίλες
Στου Άδη να σε οδηγούν
Τις πύλες

Τι τραγικό!
Εσύ τους έδωσες αυτή τη θέση
Τους τάισες και λίγδωσε
Το άδειο τους στομάχι
Απέσπασες υπόσχεση
«για σένα κάθε μάχη»

με ψέματα σε φούσκωναν
κι εσύ έδινες αγώνα
για να μην πάρεις σύνταξη
στο νέο μας αιώνα

περήφανα τα γηρατειά
αυτά που σου ‘χαν τάξει
κι ώρα τώρα που έφτασε
σε έχουνε πετάξει

ένα γιαούρτι ειν’ αρκετό
σου φτάνει για να ζήσει
κι ας πλήρωνες μια ζωή
έτσι να καταντήσεις

σουίτες σου υπόσχονται
και μια ζωή ρομάντζο
μα στην ανάγκη σαν βρεθείς
πολύ σου και το ράντζο

κι αν στα θολά τα μάτια σου
κυλά πικρό το δάκρυ
περήφανα την δέχεσαι
την θέση σου στην άκρη.

O KYKLOS MOY


Ο ΚΥΚΛΟΣ ΜΟΥ




Ένα έμβρυο στης μάνας μου τη μήτρα
Και ξεκίνησε ο κύκλος της ζωής μου
Μια στιγμή ηδονής ήταν για κείνη
Κι αρχή της ιστορίας της δικής μου.

Πρώτο σκίρτημα στα σπλάχνα τα δικά της
- το χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη-
και εγέμιζε όσο φούσκων’ η κοιλιά της
με λαδάκι το δικό μου το καντήλι

όταν έφτασε η ώρα μου και βγήκα
πήρε φλόγα το μικρό μου φυτιλάκι
και αντίστροφα μετρώντας κατεβαίνει
μέρα – μέρα στο καντήλι το λαδάκι.



ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ


Σ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΑ ΠΟΙΜΑΤΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ, ΚΑΙ ΦΩΤΟ.


ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ…..


Ω! Τι τάκτ χαρακτηρίζει πάντα εκείνες τις προσκλήσεις
Που μετά την ομιλία στον μπουφέ θα καταλήξεις

Μόλις θα δοθεί το σήμα « περάστε για ένα ποτό»
εν ριπεί οφθαλμού θα γίνει πάταμε να σε πατώ.

Μπα πως βρέθηκα η δόλια στριμωγμένη μες το χώρο?
Και κρατώ στην αγκαλιά μου ένα νέο σερβιτόρο?

-Βρε παιδιά ένα πιρούνι, μα νομίζω πως το είδα…
Δεν πειράζει αν θα πάρω της σαλάτας την λαβίδα?

-Άχ!κυρία μου τσιμπάτε το μικρό μου δαχτυλάκι
Λίγο πιο αριστερά σας είναι το λουκανικάκι.

Ω! μα αυτό δεν είναι πιάτοΕίναι ένας αχταρμάς
Από κάτω είναι το ψάριΚι από πάνω ο κιμάς

Έναν κύριο τον είδα κεφτεδάκια έχει στην τσέπη
Και στην τσάντα της κυρίας, το γλυκό είν’ ό’τι πρέπει,
πρωινό με τον καφέ της, αύριο να τ’ απολάυσει
αφού σήμερα απ’ τη μάσα, πια κοντεύει να πλάντάξει

Ω! Ομιλητά μου, τέλος ίσως να σε συγχαρούν

και με την μπουκιά στο στόμα, ένα «μπράβο» να σου πουν...