Κυριακή 17 Αυγούστου 2008



Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

Ψάχνοντας στην αποθήκη βρήκα μια πολυθρόνα
Ξύλινη, παλιά, αντίκα, εκατό και πλέον χρόνια.
Άρχισαν μες το μυαλό μου, εικόνες να ‘ρχονται πολλές
Να! Την βλέπω στο σαλόνι, δίπλα ένας ναργιλές
Ο προπάππος τον φουμάρει με παντούφλες και σκουφάκι
Ήταν τότε, εκεί στην Πόλη των γερόντων το μεράκι

Πάνω κει αναπολώντας μιας και έφτασε στη δύση
Κάθε του παλιά στιγμή προσπαθεί να ξαναζήσει.

Μα, έσβησε μια κρύα νύχτα μέσα στο βαρύ χειμώνα
Και για ενθύμιο κρατήσαν τα παιδιά την πολυθρόνα

Βρήκε τώρα μια άλλη θέση στου παππού μου το σαλόνι
Για να κάθεται η γιαγιά, μπρος το τζάκι όταν κρυώνει

Και θαρρώ πως τήνε βλέπω, πλέκει εκεί με τις βελόνες,
Φτιάχνει προίκα, όπως λέει, στις μικρές της τις εγγόνες


Όμως ήρθε μια μέρα, ύστερα από κάποια χρόνια
Κι όταν έφυγ’ η γιαγιά πάει και η πολυθρόνα
Μπήκε μες την αποθήκη μ’ άλλα πράγματα παλιά
Και ξεχάστηκε η καημένη, βλέπεις δεν είχε μιλιά
Την ξεθάψαμε προσφάτως μες απ’ το «σκουπιδαριό»
Της ανοίξαμε μια τρύπα, και της βάλαμε γιο-γιο
Κι έτσι πήρε πάλι θέση όχι πια περιωπήςΜα για όποιον έχει χρεία πλέον, πέριξ της οπής

Δεν υπάρχουν σχόλια: